θραύστης

θραύστης
ὁ (Α θραύστης)
νεοελλ.
ο θραυστήρας
αρχ.
αυτός που θραύει, αυτός που συντρίβει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θραύω.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) κοκκοθραύστης
νεοελλ.
αμυγδαλοθραύστης, θαλασσοθραύστης, καρυοθραύστης, κεφαλοθραύστης, κρανιοθραύστης, κυματοθραύστης, λιθοθραύστης, ξυλοθραύστης, παγοθραύστης, υαλοθραύστης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • θραύστης — one who breaks masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θραυστῆς — θραυστός frangible fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θραυστῶν — θραύστης one who breaks masc gen pl θραυστός frangible fem gen pl θραυστός frangible masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θραύστου — θραύστης one who breaks masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλασσοθραύστης — ο μεγάλος εξωτερικός κυματοθραύστης λιμανιού ο οποίος δεν συνδέεται με τις προκυμαίες ή με την υπόλοιπη ακτή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάλασσο * + θραύστης (< θραύω), πρβλ. καρυο θραύστης, κυματο θραύστης] …   Dictionary of Greek

  • καρυοθραύστης — Κοινή ονομασία του είδους Nucifraga caryocatactes, της οικογένειας των κορακίδων, της τάξης των στρουθιομόρφων πτηνών. Έχει μήκος έως 30 35 εκ. και το χρώμα του είναι καφέ σκούρο με λευκά στίγματα. Ζει σε σχετικά μεγάλα υψόμετρα και τρέφεται με… …   Dictionary of Greek

  • κεφαλοθραύστης — ο 1. ρόπαλο που χρησιμοποιούν οι πρωτόγονοι ως όπλο 2. μτφ. κείμενο ακατανόητο ή δυσεπίλυτο πρόβλημα, σπαζοκεφαλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο) * + θρανστης (< θραύστης < θραύω «σπάω»), πρβλ. καρυο θραύστης, κυματο θραύστης. Η λ., στον λόγιο… …   Dictionary of Greek

  • κρανιοθλάστης — και κρανιοθραύστης, ο το ρόπαλο με το οποίο οι πρωτόγονοι άνθρωποι έθραυαν τα κεφάλια τών εχθρών τους ή τών θηρίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρανίο + θλάστης (< θλῶ) ή θραύστης (< θραύω), πρβλ. οστεο θλάστης, καρυο θραύστης. Η λ. κρανιο θραύστης… …   Dictionary of Greek

  • κυματοθραύστης — ο τεχνικό λιμενικό έργο που κατασκευάζεται με μεγάλους ογκόλιθους ή κύβους από μπετόν οι οποίοι τοποθετούνται είτε μπροστά στον λιμενοβραχίονα είτε παράλληλα προς την ακτή, προκειμένου να προφυλάσσεται το λιμάνι ή ο όρμος από τα κύματα. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • λιθοθραύστης — ο 1. εργάτης που σπάζει πέτρες 2. θραυστήρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + θραύστης (< θραύω), πρβλ. καρυο θραύστης, κυματοθραύστης. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Λεξικόν γαλλοελληνικόν και ελληνογαλλικόν τού Σκαρλάτου Δ. Βυζάντιου] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”